- εξαερώσιμος
- -η, -οπου μπορεί να εξαερωθεί (να μεταβληθεί σε αέρα ή σε αέριο).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.